- σπλαγχνεύω
- Α [σπλάγχνα]1. τρώω τα σπλάγχνα τού σφαγίου μετά από τη θυσία («ἐπὴν... λύπῇ θύοντας καὶ σπλαγχνεύειν ἐπιθυμῇ», Αριστοφ.)2. μαντεύω από τα σπλάγχνα τών σφαγίων («ἐσπλάγχνευον ἀναφθεγγόμεναι νίκην τοῑς οἰκείοις», Στράβ.)3. (το παθ.) σπλαγχνεύομαι(για τα σφάγια) κατατρώγομαι, καταναλίσκομαι μετά από τη θυσία.
Dictionary of Greek. 2013.